καλινδοῦμαι
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
Mantoulidis Etymological
(=κυλιέμαι, ἀσχολοῦμαι συνέχεια μέ κάτι). Ἀντί κυλινδοῦμαι (κυλίω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παράγωγα: καλινδήθρα (=μέρος ὅπου κυλιόνταν τά ἄλογα μετά τή γύμναση), καλίνδησις.