διορύσσω
English (LSJ)
Att. διορύττω,
A dig through, διὰ τάφρον ὀρύξας having dug a trench across or along, Od.21.120; τοῖχον δ., = τοιχωρυχέω, Hdt.9.37, cf. Ar.Pl. 565, Th.2.3, D.54.37; δεσμωτήριον Id.25.56; οἰκίαν X.Smp.4.30, PPetr.3p.60: c. acc. loci, τὸν Ἄθω Lys.2.29, cf. Pl.Lg.699a, D.6.30: —Pass., Ev.Matt.24.43. 2 metaph., undermine, ruin, D.45.30; φιλίαν Lib.Or.1.123; δημοκρατίαν Id.Decl.1.41:—Pass., διορωρυγμένα δωροδοκίαις Plu.Phoc.12, cf. Him.Ecl.5.6 (but to be entrenched in our several cities, D.9.28). II worm out, ἀπόρρητα Bato 6; τὰ βουλευόμενα Plu.2.87c. III Pass., to be shut up in a funeral vault, D.S.4.43.
Greek (Liddell-Scott)
διορύσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω· ‒ διασκάπτω, διὰ τάφρον ὀρύξας, σκάψας τάφρον διὰ μέσου ἢ κατὰ μῆκος, Ὀδ. Φ. 120· τοῖχον δ. = τοιχωρυχέω Ἡρόδ. 9. 37, Ἀριστοφ. Πλ. 565· ὡσαύτως μετ᾿ αἰτ. τόπου, τὸν Ἄθω Λυσ. 193. 24, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 699Α· ‒ μεταφ., ὡς τὸ τοιχωρυχεῖν, ὑποσκάπτω, καταρρίπτω, καταστρέφω, Δημ. 1111. 2· καὶ ἐν τῷ παθ., διορωρύγμεθα ὁ αὐτ. 118. 11. ΙΙ. θάπτω, χώνω, Διόδ. 4. 43. ΙΙΙ. διερευνῶ, Βάτων ἐν Ἀδήλ. 3, Πλούτ. 2. 87C.