ἀσκαρδαμυκτί

Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Adv. of sq., without winking, with unchanged look, X.Cyr.1.4.28, Luc.Tim.14, Gal.7.91, Poll.2.67, v.l.in Ar.Eq.292.

Spanish (DGE)

adv. sin pestañear ὁρᾶν X.Cyr.1.4.28, cf. Luc.Tim.14, Cat.26, Gal.7.91, Poll.2.67, Soz.HE 3.16.8.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans cligner les yeux.
Étymologie: , σκαρδαμύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκαρδᾰμυκτί: adv. не моргая глазами, т. е. пристально (ὁρᾶν Xen., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκαρδᾰμυκτί: Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἀσκαρδάμυκτος, χωρὶς νὰ κλείσῃ τις τοὺς ὀφθαλμούς, ἀτενῶς, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 28, κτλ.

Greek Monotonic

ἀσκαρδᾰμυκτί: επίρρ., χωρίς να κινηθούν τα βλέφαρα, χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, πολύ γρήγορα, ακαριαία, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀσκαρδάμυκτος
without winking, with unchanged look, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=χωρίς νά κλείνει κανείς τά βλέφαρα, ἀτενῶς). Ἀπό τό ἐπίθετο ἀσκαρδάμυκτος (α στερητ. + σκαρδαμύσκω = κλείνω τά βλέφαρα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σκαρδαμύσσω.

German (Pape)

ohne zu blinzeln, ὁρᾶν Xen. Cyr. 1.4.28; Luc. Tim. 14.