θελητός

Revision as of 08:53, 19 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ή, όν, wished for, desired, LXX 1 Ki. 15.22,Ma.3.12.

German (Pape)

[Seite 1192] gewollt, gewünscht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

θελητός: -ή, -όν, ἐπιθυμητός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ιε΄, 32, γῆ Μαλαχ. γ΄, 12).

Greek Monolingual

θελητός, -ή, -όν (AM) θέλω
επιθυμητός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το θελητόν
η επιθυμία, το θέλημα.
επίρρ...
θελητῶς (Α)
εκουσίως, θεληματικά.