ἐπιθυμητός

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθῡμητός Medium diacritics: ἐπιθυμητός Low diacritics: επιθυμητός Capitals: ΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ
Transliteration A: epithymētós Transliteration B: epithymētos Transliteration C: epithymitos Beta Code: e)piqumhto/s

English (LSJ)

ἐπιθυμητή, ἐπιθυμητόν, desired, to be desired, -τὸν τὸ φαινόμενον καλόν Arist.Metaph.1072a27, cf.Rh.1371a33, etc.; of the cravings of pregnant women, Sor.1.53. Adv. ἐπιθυμητῶς EM148.7.

German (Pape)

[Seite 943] begehrt, Arist. eth. 3, 10 u. Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιθυμητός, -ή, -όν) επιθυμώ
ποθητός, αγαπητός
μσν.
πρόθυμος.
επίρρ...
ἐπιθυμητῶς (AM)
με τρόπο επιθυμητό.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθῡμητός: желаемый, желательный, желанный (τινι Arst.): τὰ ἐπιθυμητά Arst. предметы желаний, желанное.