διπλεθρία
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: διπλεθρία | Medium diacritics: διπλεθρία | Low diacritics: διπλεθρία | Capitals: ΔΙΠΛΕΘΡΙΑ |
Transliteration A: diplethría | Transliteration B: diplethria | Transliteration C: diplethria | Beta Code: dipleqri/a |
ἡ,
A a measure of two πλέθρα, IG9(1).693.20 (Corc.).
διπλεθρία: ἡ, μέτρον δύο πλέθρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1840. 20.