καταμάσσω
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
English (LSJ)
A wipe off, Hld.1.2, Palaeph. in Westermann Μυθογράφοι p.310; wipe, τὰς Χεῖρας EM587.48, cf. PMag.Osl.1.213:—Med., Luc.Asin.10.
2 rub, shampoo after a bath, Edict.Diocl.7.75 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1362] abwischen, Sp. – Med. bei Luc. Asin. 10.
Greek (Liddell-Scott)
καταμάσσω: ἀποσπογγίζω, Μαλαλ. σ. 32 Δινδ., «ψήχειν, καταμάσσειν, τρίβειν, ξύειν», τὸ σταῖς, ᾧ κατέμασσον τὰς χεῖρας Ἐτυμολ. Μέγ. 587. 48., 818. 43· οὕτω μέσ. καταμάττου, Λουκ. Ὄν. 10. «καταμαξάμενος· ἀπομορξάμενος» Ἡσύχ.
Spanish
Greek Monolingual
καταμάσσω (Α)
σπογγίζω, σκουπίζω καλά, στεγνώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μάσσω «σκουπίζω»].
Léxico de magia
frotar λιπαίνων τὴν χεῖραν κατάμασσε ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ προσώπου unge tu mano con aceite y frótala sobre tu cabeza y tu rostro P XXXVI 213