γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
P. ἐπιτηδείως, συμφόρως, ἐμμέτρως, P. and V. συμμέτρως.
becomingly: P. and V. εὐπρεπῶς, πρεπόντως, P. προσηκόντως, V. ἐναισίμως.