δίφριος
From LSJ
κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils
English (LSJ)
α, ον,
A of a chariot: neut. pl. as Adv., δίφρια συρόμενος dragged at the chariot wheels, AP7.152.
German (Pape)
[Seite 645] zum Wagen gehörig; nur δίφρια συρόμενος Ep. ad. 389 (VII, 152), vom Wagen geschleppt.