ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
P. ἀναμφισβήτητος, ἀνέλεγκτος, ἀνεξέλεγκτος, οὐκ ἀντίλεκτος.
admitted: P., ὁμολογούμενος.