ἀνεξέλεγκτος
English (LSJ)
ἀνεξέλεγκτον, incapable of disproof or criticism, Th.1.21; τὸν λόγον ἀ. ποιεῖν Arist.SE176b24; ἀ. μᾶλλον ἢ πιθανήν difficult to disprove rather than credible, D.S.1.40, etc.; ἀ. ἔχει τὸ ἀνδρεῖον leaves their courage without any real test or proof, Th.4.126; unrefuted, Gal.15.547. Adv. ἀνεξελέγκτως X.Oec.10.8, prob. in S.E.M.7.191.2. of persons, not to be convicted, Antipho 2.1.10: of conduct, etc.. blameless, unexceptionable, X.Cyn.13.7, D.25.39, Plu.Pel.4.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no probado τὸ ἀνδρεῖον Th.4.126, τὸ κακούργημα D.C.60.33.6, cf. Hsch.
2 no comprobable τὰ πολλά Th.1.21, καρδία δὲ βασιλέως ἀ. el corazón de un rey es insondable LXX Pr.25.3.
II 1no refutado τοῦτο μὴ διαφυγεῖν ἀνεξέλεγκτον Plu.2.153a.
2 no refutable λόγος Arist.SE 176b24, ἡ σύνταξις A.D.Synt.207.1, de una explicación ἀ. μᾶλλον ἢ πιθανήν más difícil de refutar que creíble D.S.1.40.
III de pers. no convicto οἱ ἐπιβουλεύοντες Antipho 2.1.10
•cuya culpabilidad es imposible de demostrar οἱ ἀγαθοί Chrysipp.Stoic.2.42
•irreprochable X.Cyn.13.1, D.25.39, Plu.Pel.4.
IV adv. -ως sin refutación posible ἐξαπατᾶν X.Occ.10.8, cf. S.E.M.7.191.
German (Pape)
[Seite 223] nicht ausgeforscht, ohne Untersuchung, Dem. 25, 39; vgl. Antiph. II α 9, nicht erwiesen, unerweisbar; nicht zu überführen, nicht zu widerlegen, Thuc. 1, 21. 4, 126; Xen. Cyn. 13, 7; ohne Tadel, Plut. Pelop. 4. – Adv. ἀνεξελέγκτως ἐξαπατῶν Oec. 10, 8, im Gegensatz von ἀπάται ἁλίσκονται.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 irréfutable;
2 non convaincu (d'une faute) ; irréprochable;
3 que l'on ne peut prouver : ἀνδρεῖον ἀνεξέλεγκτον THC courage qui ne saurait être constaté ; en parl. d'événements impossible à vérifier ou à contrôler rigoureusement.
Étymologie: ἀ, ἐξελέγχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξέλεγκτος:
1 не поддающийся проверке (τεκμήρια Thuc.);
2 неопровержимый (λόγος Arst.);
3 недоказуемый Thuc.: ἀ. μᾶλλον ἢ πιθανός Diod. не столько вероятный, сколько недоказуемый;
4 недоказанный, неуличенный Xen., Dem.;
5 безукоризненный, безупречный (εὔνοια καὶ φιλία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξέλεγκτος: -ον, ὅμοιον τῷ ἀνέλεγκτος, ὁ μὴ ἐξελεγχθείς, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξελέγξῃ ἢ ν᾿ ἀναιρέσῃ· ἐπὶ παρελθόντων συμβεβηκότων, ὄντα ἀνεξέλεγκτα Θουκ. 1. 21· τὸν λόγον ἀν. ποιεῖν Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 17. 18· ἀν. μᾶλλον ἢ πιθανὴν, δυσαπόδεικτον μᾶλλον ἢ πιθανήν, Διοδ. 1. 40, κτλ.· ἡ τε φυγὴ καὶ ἡ ἔφοδος αὐτῶν ἴσην ἔχουσα δόξαν τοῦ καλοῦ ἀνεξέλεγκτον καὶ τὸ ἀνδρεῖον ἔχει· «οὐκ ἐξετάζεται πότεροί εἰσίν ἀνδρειότεροι οἱ φεύγοντες ἢ οἱ διώκοντες» (Σχολ.) Θουκ. 4. 126: - Ἐπίρρ. τως Ξεν. Οἰκ. 10. 8 2) ἐπὶ προσώπων, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταδικάσῃ, ἀνεξέλεγκτον αὐτὸν εἶναι δεῖ τὸν ἄλλον κατηγορήσοντα Ἀντίφων 116. 10· ἄμεμπτος, ἄψογος, Ξεν. Κυν. 13, 7, Δημ. 782. 3, Πλούτ., κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεξέλεγκτος, -ον)
1. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί, μη υποκείμενος σε έλεγχο
2. εκείνος που δεν υπέστη έλεγχο, που δεν εξακριβώθηκε με έλεγχο
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να εξακριβωθεί ή να αναιρεθεί
2. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον καταδικάσει, άμεμπτος, άψογος.
Greek Monotonic
ἀνεξέλεγκτος: -ον (ἐξελέγχω),
1. αδύνατος στο να ελεγχθεί ή να ανακριθεί, μη ελεγχόμενος, λέγεται για δηλώσεις ή επιχειρήματα, σε Θουκ.· ἀν. ἔχει τὸ ἀνδρεῖον, καταλείπεται το θάρρος τους αδοκίμαστο, αναπόδεικτο, στον ίδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, μη καταδικασμένος, άμεμπτος, άψογος, ανεπίληπτος, σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
ἐξελέγχω
1. unquestioned, impossible to be questioned or refuted, of statements or arguments, Thuc.; ἀν. ἔχει τὸ ἀνδρεῖον leaves their courage without proof, Thuc.
2. of persons, not to be convicted, irreproachable, Xen., etc.
English (Woodhouse)
incontrovertible, not to be confuted, unquestioned
Lexicon Thucydideum
nullis argumentis comprobatus, proved by no arguments, 1.21.1, 4.126.5.
Translations
irreproachable
Bulgarian: безукорен; Esperanto: senmanka; French: irréprochable; German: einwandfrei, tadellos, unbescholten, unsträflich, untadelhaft, untadelig; Greek: άμεμπτος; Ancient Greek: ἄβακτος, ἄβυκτος, ἀκατάψεκτος, ἀλοιδόρητος, ἄμεμπτος, ἀμεμφής, ἀμεμψιμοίρητος, ἄμομφος, ἀμύμων, ἄμωμος, ἀνεξέλεγκτος, ἀνεπίλημπτος, ἀνεπίληπτος, ἀνεπίφθονος, ἀνεύθυνος, ἀνονείδιστος; Hungarian: feddhetetlen; Italian: irreprensibile; Luxembourgish: irreprochabel; Manx: gyn cron, neuchyndagh, neuoltooanagh; Norwegian: daddelfri; Bokmål: uklanderlig; Polish: nienaganny, nieskazitelny, nieposzlakowany; Portuguese: irreprochável; Romanian: ireproșabil; Russian: безукоризненный