μαργοσύνη

Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ἡ, A gluttony, Anacr.87, Luc.Epigr.2.10. II lust, wantonness, Thgn. 1271 (pl.), A.R.3.797, al.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dérèglement, débauche.
Étymologie: μάργος.

German (Pape)

ἡ, rasende Leidenschaft, bes. Geilheit, Schlemmerei, γαστρὶ χαριζόμενος πᾶσαν χάριν –, τῇ θ' ὑπὸ τὴν μιαρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ, Luc. ep. 30 (IX.367); Ap.Rh. 3.796 und öfter.

Russian (Dvoretsky)

μαργοσύνη: (ῠ) ἡ жадность, ненасытность Anacr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μαργοσύνη: τῷ ἑπομ., Ἀνακρ. 87, Θέογν. 1271.

Greek Monolingual

μαργοσύνη, ἡ (Α) μάργος
1. λαιμαργία (τῇ θ' ὑπὸ τὴν μακρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ», Λουκιαν.)
2. ακολασία, ασέλγεια, αισχρή επιθυμία.

Greek Monotonic

μαργοσύνη: ἡ, το επόμ., σε Θέογν.

Middle Liddell

μαργοσύνη, ἡ, = μαργότης, Theogn.]