ακολασία
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
η (Α ἀκολασία)
ροπή σε ασελγείς και ανήθικες πράξεις, εκφυλισμός, φιληδονία, ηδυπάθεια (αντίθ. του εγκράτεια)
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ-στερητ. + κόλασις < κολάζω.