ακολασία

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535

Greek Monolingual

η (Α ἀκολασία)
ροπή σε ασελγείς και ανήθικες πράξεις, εκφυλισμός, φιληδονία, ηδυπάθεια (αντίθ. του εγκράτεια)
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < -στερητ. + κόλασις < κολάζω.