κενταυρίη
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
κενταυρίη, ἡ (Α) κένταυρος
το κενταύριο(ν).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενταυρίη -ης, ἡ [~ κενταύρειον] duizendguldenkruid.
German (Pape)
ἡ, eine Pflanzengattung mit mehreren Arten, Hippocr., Theophr., Diosc.