ὀνειρώττω

Revision as of 20:47, 11 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

French (Bailly abrégé)

att. c. ὀνειρώσσω.

German (Pape)

att. = ὀνειρώσσω.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀνειρώττω και ὀνειρώσσω)
έχω ονείρωξη, εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου
αρχ.
μτφ. ποθώ να αποκτήσω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. -ώσσω / -ώττω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λοιμώττω, υπνώττω)].