καταπάττω
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
French (Bailly abrégé)
att. c. καταπάσσω.
German (Pape)
att. = καταπάσσω.
Russian (Dvoretsky)
καταπάττω: атт. = καταπάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πάττω, Ion. καταπάσσω, Aeol. ptc. perf. med.-pass. καππεπάδμ[, over... strooien:. κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφρην na over de tafel een fijn laagje as gestrooid te hebben Aristoph. Nub. 177.