μαραντικός
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
μαραντική, μαραντικόν,
A marantic, wasting away, pining away, πόθος Sch.rec.A. Pers.59.
II withered, γέρων Phryn.PSp.57 B.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰραντικός: -ή, -όν, ὁ μαραίνων, πόθος Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 59. II. μεμαραμμένος, κατάξηρος, κατεσκληκώς, γέρων Α. Β. 32.
Greek Monolingual
μαραντικός, -ή, -όν (Α) μαραίνω
1. αυτός που μαραίνει, που εξασθενίζει
2. μαραμένος, αδύνατος («γέρων ῥυσὸς καὶ μαραντικός», Φρύν.).
German (Pape)
welk, schwach machend, Schol. Il. 9.242. Bei Phryn. in B.A. 32 Erkl. von γέρων ῥυσός, schwach.