νεφόβλητος
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
Greek Monolingual
νεφόβλητος, -ον (Α)
αυτός που ρίχνεται, που προέρχεται από τα σύννεφα («νεφόβλητος χάλαζα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. χιονόβλητος].