τροχηλασία
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ἡ, locomotion, metaph. of the mutability of human life, Hp.Ep.17.
Greek (Liddell-Scott)
τροχηλᾰσία: ἡ, τὸ τροχηλατεῖν, ἡ τῶν τροχῶν περιφορά, ἁρματηλασία, Ἱππ. 1283. 14.
Greek Monolingual
ἡ, Α τροχήλατης
1. η ενέργεια του τροχηλατῶ, οδήγηση άρματος, αρματηλασία
2. μτφ. το ευμετάβλητο της ανθρώπινης ζωής.
German (Pape)
ἡ, das Wagenlenken, Fahren, überh. Bewegung, Hippocr.