γρυπαίνω
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
Full diacritics: γρῡπαίνω | Medium diacritics: γρυπαίνω | Low diacritics: γρυπαίνω | Capitals: ΓΡΥΠΑΙΝΩ |
Transliteration A: grypaínō | Transliteration B: grypainō | Transliteration C: grypaino | Beta Code: grupai/nw |
A = γρυπόομαι, Dionys. ap. Harp., Hsch.
[Seite 507] krümmen, VLL.
γρῡπαίνω: γρυπόομαι, Διονύσ. παρ’ Ἁρπ. , Σουΐδ. , Ε. Μ.˙-ὁ ἀόρ. ἔγρυπεν ἡ γῆ, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Μελανθίου, αὐτ., ἀποδίδοται εἰς τὸν τύπον γρύπτω, γνωστὸν ἐκ τοῦ Ἡσυχ.