χαμαιπιτύϊνος
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
Greek Monolingual
-ΐνη, -ον, Α
(για κρασί) παρασκευασμένος από το φυτό χαμαίπιτυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίπιτυς + κατάλ. -ινος (πρβλ. μαστίχινος)].
German (Pape)
ΐνη, ϊνον, von der Pflanze χαμαίπιτυς, οἶνος, damit abgezogener Wein, Diosc.