στεγανόπους
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A covering oneself with one's feet, Alcm. 118.
II web-footed, opp. σχιζόπους, Arist.HA504a7, 593a27, al.; τὰ στεγανόποδα Id.PA692b24, al.
German (Pape)
[Seite 932] π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die σκιάποδες, Alcm. bei Strab. 7, 3, 6; – τὰ στεγανόποδα, Arist. H. A. 2, 12, sind Thiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, Gegensatz σχιζόπους.
Russian (Dvoretsky)
στεγᾰνόπους: ποδος adj. с перепонками на лапах (τὰ πλωτά, sc. ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
στεγᾰνόπους: -οδος, ὁ, ἡ, ὁ καλύπτων ἑαυτὸν διὰ τῶν ποδῶν του, Ἀλκμὰν 56 (Welck.)· πρβλ. σκιάποδες. ΙΙ. ὁ ἔχων πόδας στεγανοὺς ἢ διὰ μεμβράνης ἡνωμένους τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν, ἀντίθετον τῷ σχιζόπους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 3., 8. 3. 15, κ. ἀλλ.· τὰ στεγανόποδα ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 8, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· πρβλ. στεγνός.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΜΑ
(για πτηνά, αμφίβια κ.λπ.) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του ενωμένα με νηκτική μεμβράνη
αρχ.
αυτός που καλύπτει τον εαυτό του με τα πόδια του, που κρύβεται πίσω απ' τα πόδια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγανός + πούς, ποδός].