τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words
adv.1 avec force;2 fig. résolument, courageusement.Étymologie: καρτερός.
καρτερῶς:1 крепко (ὑπνοῦσθαι Her.);2 сильно, с силой (κ. καὶ βιαίως Luc.).