καρτερῶς

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec force;
2 fig. résolument, courageusement.
Étymologie: καρτερός.

Russian (Dvoretsky)

καρτερῶς:
1 крепко (ὑπνοῦσθαι Her.);
2 сильно, с силой (κ. καὶ βιαίως Luc.).