περιέλιξις
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
εως, ἡ
A circumvolution, Porph.Gaur.10.3, cj. in Plu.Thes.21 ; winding round of bandages, Gal.18(2).809.
German (Pape)
[Seite 574] ἡ, das Herumwinden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιέλιξις: -εως, ἡ, περιστροφή, Πλανούδ. ἐν Ὀβιδ. Μεταμορ. 2. 70, πιθαν. γραφ. ἐν Πλουτ. Θησ. 21: ― οὕτω περιελιγμός, ὁ, Ἀγαθ. 59D.