δορυπαγής
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
[ῠ], ές,
A compact of beams, νῆας A.Supp.743 (lyr.):—Ion. δουροπ- Opp.H.1.358.
German (Pape)
[Seite 660] ές, aus Balken zusammengefügt; νῆες Aesch. Suppl. 794; vgl. δουροπαγής.