ἐνδόξως
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
glorieusement;
Sp. ἐνδοξότατα.
Étymologie: ἔνδοξος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδόξως:
1 со славой, с почетом (ἐνδοξότατα ποιεῖν τι Dem.);
2 с почестями (ταφῆναι Plut.);
3 согласно установившемуся мнению, как принято думать (συλλογίζεσθαι ἐ. νοτε μᾶλλον ἢ ἀληθῶς Arst.).
Spanish
Translations
gloriously
French: glorieusement; Greek: ένδοξα, λαμπρά, υπέροχα, περίφημα, θαυμάσια, καταπληκτικά; Ancient Greek: ἐνδόξως, εὐκλειῶς, ἐϋκλειῶς, εὐκλεῶς, περιόπτως; Italian: gloriosamente; Occitan: gloriosament; Portuguese: gloriosamente; Sicilian: gluriusamenti; Spanish: gloriosamente