δοτός
From LSJ
Full diacritics: δοτός | Medium diacritics: δοτός | Low diacritics: δοτός | Capitals: ΔΟΤΟΣ |
Transliteration A: dotós | Transliteration B: dotos | Transliteration C: dotos | Beta Code: doto/s |
ή, όν, (δίδωμι)
A granted, LXX 1 Ki.1.11, Ph.1.273; that may or must be granted, Max.Tyr.11.7.
δοτός: -ή, -όν, (δίδωμι) δεδομένος, Ἑβδ (1 Βασιλ. α΄, 11, Φίλων 1. 273. 2) ὁ δυνάμενος νὰ δοθῇ, Μάξ. Τύρ. 42. 44· τὸ δ., δῶρον Inscr. Chandl. σ. 4.