ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
[Seite 662] = δουλογνώμων, Sp.
δουλότροπος: -ον, ὁ ἔχων ἤθη, τρόπους δούλου, Γρ. Νύσσ. 3, 254.