περίκλυσις
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = περικλυσμός, Ael.NA16.15; spray, douche, cj. in Thphr.Sud.16.
German (Pape)
[Seite 580] ἡ, = περικλυσμός, Ael. H. A. 16, 15.
Greek (Liddell-Scott)
περίκλῠσις: ἡ, = περικλυσμός, Αἰλ. π. Ζ. 16. 15.