δυσμείλικτος
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ον,
A hard to appease, Id.Art.19; πικρία Id.2.553a.
German (Pape)
[Seite 683] unversöhnlich, Plut. Artax. 19 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμείλικτος: -ον, δυσκόλως καταπραϋνόμενος, Πλούτ. Ἀρτοξ. 19, κτλ.