ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
[Seite 1072] τό, = πένθος, κῆδος, Hesych.
και δ. γρφ. τέρχανον, Α(κατά τον Ησύχ.) «πένθος, κῆδος».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταρχύω.