ἐκφοινίσσω
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
A make all red or bloody, E.Ph.42:—Pass., to be bloodshot, ἐ. τοὺς ὀφθαλμούς Arist.Phgn.812a37. II ἐκφοινίξαι· ἀναγνῶσαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 786] blutig röthen; Eur. Phoen. 42 I. T. 259.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφοινίσσω: ἐρυθραίνω τι, καθαιμάσσω, «καταματώνω», πῶλοι δέ νιν χηλαῖς τένοντας ἐξεφοίνισσον ποδῶν Εὐρ. Φοιν. 42. - Παθ., ἐκφ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 36.