δυνάστευμα
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,
A natural resources, τὰ δ. τοῦ Αιβάνου LXX 3 Ki.2.46c.
German (Pape)
[Seite 673] τό, Reich, Provinz, LXX.