ἐκπόρευσις
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
German (Pape)
[Seite 776] ἡ, das Aus-, Weggehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπόρευσις: ἡ, τὸ ἐκπορεύεσθαι, ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Καισάρ. 861, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 141Β, Ἀμφιλ. 112C, Δίδ. Ἀλ. 761Α, 796Β.