αἱματόρρυτος

Revision as of 13:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, blood- streaming, αἱ. ῥανίδες a shower of blood, E.IA1515 (lyr.).

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτόρρῠτος) -ον
que fluye sangre, sangriento αἱ. ῥανίδες E.IA 1515.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ruisselant de sang.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματόρρυτος -ον αἷμα, ῥέω in een bloedstroom vloeiend:. ῥανίσιν αἱματορρύτοις met stromen van bloeddruppels Eur. IA 1515.

German (Pape)

ῥανίδες, Blutstropfen, Eur. Iph.A. 1491.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτόρρῠτος: струящий кровь, т. е. кровавый (ῥανίδες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτόρρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ ῥέων αἷμα· αἱμ. ῥανίδες = βροχὴ αἵματος, Εὐρ. Ι. Α. 1515.

Greek Monotonic

αἱμᾰτόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, αἱματόρρυτοι ῥανίδες, βροχή αίματος, σε Ευρ.

Middle Liddell

[ῥέω]
blood-streaming, αἱμ. ῥανίδες a shower of blood, Eur.