κτηνοβασία
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
German (Pape)
[Seite 1519] ἡ, Unzucht mit Thieren, Sp.
Greek Monolingual
η (Μ κτηνοβασία) κτηνοβάτης
η συνουσία με ζώο.