ὑποτονθορύζω

Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

(sts. incorrectly written ὑποτονθορίζω, as in Lib.Decl.43.60), murmur in an undertone, Luc.Merc.Cond.26, Bis Acc.4, al., Agath.4.7; ἐπῳδήν Luc.Nec.7.

French (Bailly abrégé)

murmurer, grommeler : ὑπ. ἐπῳδήν LUC murmurer une incantation.
Étymologie: ὑπό, τονθορύζω.

German (Pape)

leise, sachte murmeln, brummen, Luc. Necyom. 7, merc.cond. 26 und öfter, und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

ὑποτονθορύζω: бормотать, цедить сквозь зубы: ὑ. τὴν ἐπῳδήν Luc. бормотать заклинание.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτονθορύζω: (συχνάκις φέρεται ἡμαρτημένως -ίζω), τονθυρύζω, ψιθυρίζω χαμηλοφώνως, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Δὶς Κατηγ. 4, κλπ.· τι, διά τι πρᾶγμα, ἅμα καὶ τὴν ἐπῳδὴν ἐκείνην ὑποτονθορύσας ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7· ἤδη ὑπετονθόρυζον καὶ ἤδη ἡ φωνὴ ἐς τὸ σαφέστερον διεκρίνετο Ἀγαθ. Ἱστ. σ. 144Β.

Greek Monolingual

Ν
βλ. υποτονθορίζω.

Greek Monotonic

ὑποτονθορύζω: ψιθυρίζω χαμηλόφωνα, σε Λουκ.

Middle Liddell


to murmur in an under-tone, Luc.