διεκδρομή
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ἡ,
A darting forth, ἀστέρων Ptol.Tetr.102; passing through, Ezek.Exag.199 (pl.).
German (Pape)
[Seite 618] ἡ, Ausfall, Streifzug, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεκδρομή: ἡ, διάβασις, Κλήμ. 216, Πτολεμ. Τετρ. 102, 19, Ποιητ. παρ’ Εὐσ. Π. Ε. 444Β.