συναρμολογέω

From LSJ
Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρμολογέω Medium diacritics: συναρμολογέω Low diacritics: συναρμολογέω Capitals: ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: synarmologéō Transliteration B: synarmologeō Transliteration C: synarmologeo Beta Code: sunarmologe/w

English (LSJ)

   A compagino, Gloss.:—Pass., to be fitted or framed together, Ep.Eph.2.21, 4.16.

German (Pape)

[Seite 1004] = συναρμόζω, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμολογέω: συναρμόζω, συναρμολογῶν καὶ συμβιβάζων τοὺς πάντας εἰς ἃ πέφυκεν ἕκαστος Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 16Α, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 3, 656D. ― Παθ. συναρμολογέομαι, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 21, δ΄, 16.