ἀνηκέστως
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sans remède, d'une façon incurable ; ἀνηκέστως λέγειν ESCHN parler sans s'arrêter;
2 avec cruauté, avec atrocité : ἀνηκέστως διατιθέναι HDT traiter avec barbarie.
Étymologie: ἀνήκεστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηκέστως:
1 немилосердно, жестоко (διατιθέναι Her.; χρῆσθαι τοῖς ἐχθροῖς Plut.);
2 безмерно, без умолку (λέγειν Aeschin.).
English (Woodhouse)
(see also: ἀνήκεστος) incurably
Spanish
Translations
cruelly
Catalan: cruelment; Chinese Mandarin: 殘忍地/残忍地, 無情地/无情地, 殘酷地/残酷地; Finnish: raa'asti, julmasti; French: cruellement; Galician: cruelmente; German: grausam; Greek: σκληρά, ανελέητα; Ancient Greek: ἀναλγήτως, ἀνηκέστως, ἀνηλεγέως, ἀσπλάγχνως, ἐκνόμως, νηλεῶς, πικρῶς, σκληρῶς, σχετλίως, φοίνιον, φοναῖς, φονικῶς, φονίως, ὠμῶς; Hungarian: kegyetlenül; Italian: crudelmente; Latin: crudeliter; Middle English: cruelly; Old English: wælhrēowlīċe; Polish: okrutnie, bezwzględnie; Portuguese: cruelmente; Russian: жестоко; Spanish: sangrientamente, cruelmente