Ἰταλιωτικός
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ή, όν, v. sub Ἰταλικός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
]d'Italiote.
Étymologie: Ἰταλιώτης.
Russian (Dvoretsky)
Ἰτᾰλιωτικός: (ῑτ) италиотскии, италийский (τράπεζαι Plat.; ὀνόματα Luc.).