συγκοινωνός
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
όν,
A partaking jointly of, τῆς ῥίζης Ep.Rom.11.17, cf. 1 Ep.Cor.9.23; ἐν τῇ θλίψει Apoc.1.9; τῆς βασιλείας μου Steph.in Hp.1.76D.: Subst., partner, PMasp.158.11 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 968] Theil woran habend, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοινωνός: ὁ, ἡ, ὁ μετέχων τινὸς μετά τινος ἄλλου, τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 17, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 23· ἐν τῇ θλίψει Ἀποκάλ. α΄, 9.