ὑπεροπτικῶς
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
French (Bailly abrégé)
adv.
d'un air méprisant, avec fierté ou avec dédain.
Étymologie: ὑπεροπτικός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεροπτικῶς: с презрением, презрительно Xen. etc.