ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
[Seite 991] aor. II. zu συνεσθίω.
συμφᾰγεῖν: ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ συνεσθίω, Πλάτ. Νόμ. 881D.