μουσοχαρής

Revision as of 10:30, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, delighting in the Muses or in poetry, βίοτος AP9.411 (Maec.); μουσόχορος is prob. f.l. for -χαρής in Cat.Cod.Astr.8(4).214.

German (Pape)

[Seite 211] ές, sich der Musen od. Musenkünste freuend, βίοτος, Qu. Maec. 1 a (IX, 411).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime les Muses.
Étymologie: μοῦσα, χαίρω.

Russian (Dvoretsky)

μουσοχᾰρής: наслаждающийся музами, т. е. проводимый в поэтическом творчестве (βίοτος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μουσοχᾰρής: -ές, ὁ ταῖς Μούσαις χαίρων, ἢ ὁ φιλῶν τὴν ποίησιν, Ἀνθ. Π. 9. 411.

Greek Monolingual

μουσοχαρής, -ές (Α)
αυτός που αγαπά την ποίηση και, γενικά, τις τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. θεοχαρής].

Greek Monotonic

μουσοχᾰρής: -ές, αυτός που ευχαριστιέται με τις τέχνες που προστατεύουν οι Μούσες, σε Ανθ.

Middle Liddell

μουσο-χᾰρής, ές
delighting in the Muses, Anth.