χρυσεραστής
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
German (Pape)
[Seite 1380] ὁ, Liebhaber des Goldes, Babr.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui a l'amour de l'or.
Étymologie: χρυσός, ἐράω.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεραστής: οῦ ὁ златолюбец, стяжатель Babr.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐρῶν τοῦ χρυσίου, ἐραστὴς τῶν χρημάτων, φιλάργυρος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Βαβρίου.
Greek Monolingual
ὁ, Α
άτομο που αγαπά υπερβολικά τον χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἐραστής.