ψηλάφημα

Revision as of 12:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό, touch, Ph.1.597; caress, X.Smp.8.23.

German (Pape)

[Seite 1396] τό, Berührung, Betastung, Xen. conv. 8, 23.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
attouchement.
Étymologie: ψηλαφάω.

Russian (Dvoretsky)

ψηλάφημα: ατος τό ощупывание, касание, прикосновение Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ψηλάφημα: τό, ψηλάφησις, «πασπάτευμα», Φίλων 1. 597· θωπεία, «χάϊδευμα», Ξεν. Συμπ. 8. 23.

Greek Monolingual

το, ΝΑ ψηλαφώ
1. η ψηλάφηση
2. θωπεία, χάιδεμα.

Greek Monotonic

ψηλάφημα: -ατος, τό, άγγιγμα, χάδι, ψηλάφηση, σε Ξεν.

Middle Liddell

ψηλάφημα, ατος, τό,
a touch, a caress, Xen.