μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
[Seite 1272] mager machend, Sp.
ἰσχνοποιός, -όν (Μ)αυτός που καθιστά κάτι ισχνό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, θερμο-ποιός.