παντοπόρος

Revision as of 11:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

παντοπόρον, all-inventive, opp. ἄπορος, S.Ant.360 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 464] der sich überall zu helfen weiß, Soph. Ant. 356, Gegensatz von ἄπορος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
industrieux pour tout, fécond en expédients.
Étymologie: πᾶν, πόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παντοπόρος -ον [πᾶς, πόρος] inventief.

Russian (Dvoretsky)

παντοπόρος: всегда находящий выход, находчивый, изобретательный Soph.

Greek Monolingual

-ον, Α
εφευρετικός, επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -πόρος (< πόρος), πρβλ. πρωτοπόρος.

Greek Monotonic

παντοπόρος: -ον, εφευρετικός σε όλα, αντίθ. προς ἄπορος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παντοπόρος: -ον, ὁ τὰ πάντα ἐξευρίσκων, ἐφευρετικώτατος, ἀντίθετον τῷ ἄπορος, Σοφ. Ἀντ. 360.

Middle Liddell

παντο-πόρος, ον,
all-inventive, opp. to ἄπορος, Soph.